Ετερόκλητες «συμμαχίες» ενάντια στο σχέδιο για τα νερά και την γεωργία στη Θεσσαλία - (Κώστας Γκούμας – Τάσος Μπαρμπούτης)*

Σε ένα μικρό χρονικό διάστημα από την επέλαση των ακραίων πλημμυρικών φαινομένων του περασμένου Σεπτεμβρίου συνέπεσε να ολοκληρωθεί και  η διαβούλευση επί της 2ης αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) Θεσσαλίας, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ τους επόμενους μήνες.

Όπως έχουμε επανειλημμένα εξηγήσει, το ΣΔΛΑΠ στηρίζεται σε τεκμηριωμένες επιστημονικές αναλύσεις και προτάσεις που διαμορφώνουν ένα ολοκληρωμένο και κοινά αποδεκτό ΠΛΑΙΣΙΟ στόχων, δράσεων και έργων.

Στο βαθμό που αυτά τεθούν σε εφαρμογή και δεν παραμείνουν «σχέδια επί χάρτου», θα δοθεί η δυνατότητα ώστε η   περιοχή μας, σε μεγάλο βαθμό, να  ανταποκριθεί στις απαιτήσεις  ασφαλείας από φαινόμενα που μας απειλούν (ξηρασία, πλημμύρες, οικολογική υποβάθμιση οικοσυστημάτων κλπ.).

Παράλληλα θα διαμορφωθούν  προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη καθώς και συγκράτηση των ανθρώπων της υπαίθρου στον τόπο τους, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε περίοδο έντονης επισιτιστικής  κρίσης.

Φυσικά, το γεγονός πως επιμένουμε στην ύπαρξη ενός Σχεδίου δεν σημαίνει πως είμαστε τόσο αφελείς να πιστεύουμε πως όλα όσα προβλέπονται θα γίνουν πράξη από μόνα τους και πως οι κυβερνήσεις υπηρετούν πιστά όσα κάθε φορά διακηρύσσουν η εγκρίνουν.

Εκτός από την ανευθυνότητα των κυβερνήσεων, δυστυχώς καθόλου σπάνια, συνηθισμένο είναι το φαινόμενο να εκδηλώνονται από διάφορες πλευρές ισχυρές αντιδράσεις και να προτάσσονται σοβαρά εμπόδια στην υλοποίηση των ΣΔΛΑΠ.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και αυτή την περίοδο με τις προτάσεις που οι μελετητές του ΣΔΛΑΠ κατέθεσαν προς έγκριση στην κυβέρνηση.

Ένα από τα θέματα που κυριάρχησε στην διαβούλευση είναι οι κατευθύνσεις στον αγροτοδιατροφικό τομέα που, αντικειμενικά, καθορίζουν και τις ανάγκες κατανάλωσης νερού στο Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας (ΥΔΘ).

Το ισχύον (από το 2017)  ΣΔΛΑΠ καθώς και αυτό που αναμένεται σύντομα να εγκριθεί θεωρούν επιβεβλημένο να διατηρηθούν οι αρδευόμενες εκτάσεις στα επίπεδα τουλάχιστον των 2,5 εκατ. στρεμμάτων, με ότι αυτό συνεπάγεται στο μείγμα των καλλιεργειών και στην αντίστοιχη κατανάλωση νερού.

Παρά το γεγονός ότι η επιλογή αυτή τυγχάνει έως σήμερα της στήριξης όλων των κομμάτων στη Βουλή, εκδηλωθήκαν αντιδράσεις από αρκετές πλευρές και από διάφορους …γεωγραφικούς χώρους !

Ενδεικτικά, σημαντικό μέρος της διαβούλευσης πριν δέκα ημέρες στο….Μεσολόγγι (ΥΔ Δυτικής Στερεάς Ελλάδος) αφιερώθηκε στις αρδεύσεις του θεσσαλικού κάμπου, όπου βρέθηκαν στο στόχαστρο οι «υδροβόρες» καλλιέργειες και βεβαίως ποιες πρέπει να είναι οι απαιτούμενες ποσότητες νερού προς άρδευση στη Θεσσαλία.

Αυτό ήταν ένα από τα επιχειρήματα τους ενάντια στην πρόταση του ΣΔΛΑΠ για μεταφορά μιας ποσότητας 250 εκατ. κ. μ. νερού ετησίως από τον Άνω Αχελώο στη Θεσσαλία.

Το ίδιο «επιχείρημα» μας ήλθε και από την ορεινή Μεσοχώρα Τρικάλων (!!) και συγκεκριμένα από μια οργάνωση που σύμφωνα με το καταστατικό της έχει επίσημα ως «σκοπό» την κατεδάφιση του ομώνυμου υδροηλεκτρικού έργου, αξίας 600 εκατ. ευρώ, το οποίο ανήκει στην ΔΕΗ (εταιρία εισηγμένη στο χρηματιστήριο) και είναι σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει !

Και φυσικά δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν από αυτό οι «συνήθεις» οικολογικές οργανώσεις, που με αόριστες διατυπώσεις και συνεχή επίκληση της προστασίας του περιβάλλοντος τάσσονται κατά της «βιομηχανικής» γεωργίας και των αρδευόμενων καλλιεργειών, προετοιμάζοντας ουσιαστικά το έδαφος για εγκατάλειψη των χωραφιών της  Θεσσαλίας από τους μικρομεσαίους αγρότες.

Ας μην ξεχνάμε πως η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, με τον μικρό κλήρο που διαθέτουν και χωρίς νερό για άρδευση των καλλιεργειών τους, είναι αδύνατο να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο ετήσιο εισόδημα ώστε να ζήσουν στο τόπο τους.

Και φυσικά μετά την εγκατάλειψη της γης αναμένεται η εμφάνιση ποικίλων επιχειρηματικών  συμφερόντων, τα οποία στις εγκαταλειμμένες εκτάσεις θα έχουν την ευκαιρία, με μικρό κόστος γης, να δημιουργήσουν προσοδοφόρες επενδύσεις, «πράσινες» (φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες κλπ.) και όχι μόνο.

Να λοιπόν που αποδεικνύεται πόσο υποκριτικό είναι το ενδιαφέρον ορισμένων για την αποκατάσταση των ανθρώπων που υπέστησαν τις συνέπειες των καταστροφικών πλημμυρών και για την «ανασυγκρότηση» της Θεσσαλίας.

Στην πράξη αρκετοί από αυτούς ελάχιστα ενδιαφέρονται για τους όρους που θα διαμορφωθούν στην περιοχή μας, στον πρωτογενή τομέα και στην οικονομία γενικότερα χωρίς αρδευόμενες καλλιέργειες.

Καμμιά προσπάθεια επίσης δεν καταβάλλουν ώστε να αντιληφθούν την τεράστια ανατροπή που συνεπάγονται οι εμμονές και οι προτάσεις τους, πχ. στον τομέα της μεταποίησης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, στις αντίστοιχες μικρές ή μεγάλες επενδύσεις αγροτών και μεταποιητών που θα πρέπει να εγκαταλειφθούν, στους ανθρώπους που θα χάσουν τη δουλειά τους.

Γι’ αυτούς πρέπει πάσει θυσία να μειωθούν οι αρδεύσεις στη Θεσσαλία και με αυτό το στόχο συνεχίζουν απτόητοι τον «αγώνα» τους.

Φαίνεται πάντως πως ένα από τα θέματα που δεν απασχολούν τους, κατά τα λοιπά, «φίλους» της Θεσσαλίας είναι πως το σύνολο των προτάσεων, των μέτρων και των έργων που περιέχονται στο ΣΔΛΑΠ  τεκμηριώνονται περιβαλλοντικά με απόλυτη πληρότητα από τους μελετητές, με βάση τους κανόνες της οδηγίας για τα νερά αλλά και γενικότερα την αντίστοιχη περιβαλλοντική νομοθεσία.

Τους ενοχλεί επίσης πως το ολιστικό σχέδιο που προκύπτει για την αντιμετώπιση των  κρίσιμων ζητημάτων που αναφέραμε, θα αποτελεί ένα «θεσμοθετημένο» εργαλείο, καθώς τα ΣΔΛΑΠ εγκρίνονται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Οδηγίας 60/2000 για τα ύδατα, ενώ ταυτόχρονα αρκετές από τις προτάσεις (μέτρα και έργα) τους έχουν διασφαλισμένη χρηματοδότηση.

[Σημ. : φυσικά στην πράξη έχει αποδειχθεί πως όλα αυτά δεν είναι αποτελούν ικανή και αναγκαία συνθήκη για την «προστασία» και την εφαρμογή ενός Σχεδίου. Απόψεις εντελώς αντίθετες προς εκείνες που εγκρίνονται μέσω των ΣΔΛΑΠ καθώς και κάθε είδους ιδεολογήματα που αρχικά δεν γίνονται αποδεκτά δια της ευθείας οδού, όπως πχ. η δημόσια διαβούλευση, καταφέρνουν τελικά να επανέλθουν «από το παράθυρο» (πχ. μέσω προσφυγών στο ΣτΕ), με την «ευγενή» υποστήριξη επιλεγμένων ΜΜΕ, τραπεζικών φορέων, επιχειρηματικών  συμφερόντων κοκ. Όπως λέει και ο λαός, «το καλό το παλληκάρι ξέρει και άλλο μονοπάτι»…..].

Και εφόσον αναφερθήκαμε στα ΜΜΕ, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (29/11/23) κάλυψε την πρόσφατη εκδήλωση στη Λάρισα για την διαβούλευση επί του ΣΔΛΑΠ του ΥΔΘ.

Στον τίτλο της κυριαρχούν και πάλι τα έργα Αχελώου, τα οποία σύμφωνα με την κοντόφθαλμη οπτική του συντάκτη της θα έπρεπε να βρίσκονται «στο συρτάρι» και κακώς το Υπουργείο Περιβάλλοντος «προχωρεί στην νεκρανάσταση» τους !

Δυστυχώς οι υπεύθυνοι της ιστορικής εφημερίδας  δεν αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για εκτελεσμένα έργα αξίας άνω των 500 εκατ. ευρώ, ούτε πως η επί δώδεκα χρόνια εγκατάλειψη τους δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους σε περίπτωση ισχυρών πλημμυρικών φαινομένων, όπως επισημαίνουν τουλάχιστον δυο σχετικές πραγματογνωμοσύνες που εδώ και χρόνια έχουν υποβληθεί στο αρμόδιο Υπουργείο Υποδομών.

Το αντίθετο, με τα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα της η «Κ» επί της ουσίας πριμοδοτεί την συνέχιση αυτής της νοσηρής και επικίνδυνης στασιμότητας.

Επίσης κανένα ενδιαφέρον δεν επιδεικνύει η καλή εφημερίδα, ούτε καν το αναφέρει, σχετικά με το μείζον οικολογικό πρόβλημα που δημιουργείται στο «μπαζωμένο» ποτάμιο οικοσύστημα του Αχελώου στη θέση Συκιά, το οποίο είναι κυριολεκτικά κομμένο στα δυο και η ροή του εξυπηρετείται με «παρά φύσιν» προσωρινά τεχνικά έργα (bypass εκτροπής των υδάτων του ποταμού).

Και με την γνωστή επιτηδευμένη παραπληροφόρηση, αναφερόμενη στους «ούτως η άλλως περιορισμένους (οικονομικούς) πόρους», παραθέτει επιλεκτικά στοιχεία για την ολοκλήρωση των έργων (εκτίμηση της «Κ» τα 250 - 300 εκατ. ευρώ) ώστε να «τρομάξει» τους μη ενημερωμένους για την διάθεση πόρων σε ένα έργο με «μεγάλο περιβαλλοντικό αποτύπωμα».

Παραλείπει όμως να πληροφορήσει, ως όφειλε, τους αναγνώστες της πως ένα πόσο αντίστοιχου ύψους απαιτείται ΚΑΙ για την κατεδάφιση του ημιτελούς φράγματος στη Συκιά, καθώς και για την απομάκρυνση μακριά από το οικοσύστημα του Αχελώου του τεράστιου όγκου των σκυροδεμάτων και χωματισμών που θα καθαιρεθούν.

Όσο για την πλήρως διανοιγμένη σήραγγα μεταφοράς των υδάτων Αχελώου προς Μουζάκι, και πάλι επιλεκτικά, παρέλειψε να αναφέρει πως αυτή δεν κατεδαφίζεται και απαιτείται άμεσα η ολοκλήρωση της υπολειπόμενης εσωτερικής της επένδυσης, όπως και η τοποθέτηση των προβλεπόμενων θυροφραγμάτων στην είσοδο και την έξοδο της σήραγγας, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ εάν κάποια στιγμή θα τεθεί ή όχι σε λειτουργία.

Και επειδή ο καλά ενημερωμένος συντάκτης του ρεπορτάζ αναφέρει πως το έργο «έχει ακυρωθεί πέντε φορές από το ΣτΕ», και πάλι επιλεκτικά ξεχνάει να αναφερθεί στην με αριθμό 268/2011 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, η οποία ρητά εντέλλεται «την αποτροπή της πλήρους απαξίωσης του τεχνικού έργου της σήραγγας….λόγω της (πιθανής) κατάρρευσης….», μια απόφαση που επιτρέπει, ουσιαστικά υποδεικνύει, την ολοκλήρωση των εργασιών της σήραγγας.

Έχει άραγε το κουράγιο η διεύθυνση της εφημερίδας (σημ. : από τον συγκεκριμένο συντάκτη δύσκολα θα προσδοκούσαμε κάτι τέτοιο….) να αποκαταστήσει την πραγματική εικόνα σχετικά με την εκκρεμότητα των έργων Αχελώου ;

Τέλος, σύμφωνα με τον συντάκτη, φαίνεται πως «βασικό ερώτημα» για την εφημερίδα είναι οι επιλογές της πολιτείας ως προς τους πόρους που θα διατεθούν για το έργο.

Προφανώς κάποιοι ανησυχούν για τους σκοπούς των πόρων που θα διατεθούν στη Θεσσαλία, ίσως μάλιστα θα είχαν λόγους να ασκήσουν πίεση για κάποιον αναπροσανατολισμό των πόρων αυτών προς άλλες κατευθύνσεις (;).

Όμως, όπως ήδη αποδείξαμε, τέτοιο δίλημμα πρακτικά δεν υφίσταται δεδομένου πως το έργο, είτε κατεδαφιστεί, είτε ολοκληρωθεί, θα κοστίσει περίπου τα ίδια χρήματα.

Προς τι λοιπόν η αγωνία τους ;

Μετά από όλα αυτά ζητούμε δημόσια από τη «Κ» να εξηγήσει στο κοινό της την αναγκαιότητα λήψης μιας ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ από την κυβέρνηση σχετικά με τα ημιτελή έργα Αχελώου.

Να προβάλλει το αίτημα των θεσσαλικών οργανώσεων για μια οργανωμένη συζήτηση και απόφαση στην Ελληνική Βουλή, η οποία θα δεσμεύει τους πάντες και θα εφαρμοστεί άμεσα, ώστε να τελειώνουν οι ταπεινωτικές  για τη χώρα μας πολιτικές πρακτικές των κυβερνήσεων, να έρχεται δηλαδή η μια και να αναιρεί κατά το δοκούν εκτελεστές αποφάσεις της προηγούμενης.

Και ας μας επιτρέψουν οι υπεύθυνοι της «Κ» να ισχυριστούμε πως κάτι τέτοιο θεωρείται εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος, το οποίο, υποτίθεται, πως ενστερνίζεται συνολικά και η εφημερίδα.

Να λοιπόν που παρότι θα περίμενε κανείς το υπό συζήτηση ΣΔΛΑΠ να τύχει  καθολικής υποστήριξης, ένας ολόκληρος «πόλεμος» άρχισε ενάντια σε βασικές επιλογές που προτείνονται και που κάποιοι  «ανησυχούν» μήπως αυτές εγκριθούν από την κυβέρνηση.

Καμμιά έκπληξη για εμάς. Άλλωστε δεν ξεχνάμε πως από την έγκριση ενός Σχεδίου έως την υλοποίηση του, ο δρόμος είναι μακρύς και συχνά δύσκολος, ενώ ο ρόλος των πολιτών και των φορέων της περιοχής είναι ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ.

Κλείνοντας, θεωρούμε την έγκριση του ΣΔΛΑΠ ως ένα θετικό βήμα από την κυβέρνηση, με την προϋπόθεση να μην διολισθήσει και πάλι σε συμψηφισμούς πολιτικού κόστους – οφέλους (όπως έπραξε την περασμένη τετραετία), αλλά να προχωρήσει με σοβαρότητα και  τόλμη στην εφαρμογή όσων το ΣΔΛΑΠ υποδεικνύει.

Η δημοκρατική υποχρέωση εκπόνησης ενός εγκεκριμένου και κοινά αποδεκτού εφαρμοστικού πλάνου (masterplan) για την Θεσσαλία θα αποτελέσει βασικό κριτήριο για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης όσον αφορά στην ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας.

*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,

*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ