2020 : Μια χαμένη χρονιά, ίσως και κάτι παραπάνω …..

Η χρονιά που μας αποχαιρετά είναι βέβαιο πως καταγράφεται σαν μια από τις χειρότερες για την Θεσσαλία, σε ότι αφορά στα μεγάλα οικολογικά και αναπτυξιακά ζητήματα που σχετίζονται με το κρίσιμο θέμα των υδάτων.

Δεν πρόκειται μόνο για την εντυπωσιακή στασιμότητα και απραξία που παρατηρήθηκε σε ζητήματα σχεδιασμού, οργάνωσης, θεσμικών βελτιώσεων και (φυσικά) επίλυσης εκκρεμοτήτων σε καθηλωμένα έργα ή/και προώθησης νέων. Εξάλλου όλα αυτά τα έχουμε συνηθίσει και κατά το παρελθόν.

Δυστυχώς, το 2020 χαρακτηρίζεται από σοβαρά πισωγυρίσματα, την ίδια ώρα μάλιστα που  θέματα σε εξέλιξη  «συναντώνται» με υποθέσεις λυμένες (υποτίθεται) από παλαιότερα χρόνια και που ξαναγυρίζουν για να στοιχειώσουν τις περιορισμένες προσδοκίες που δημιουργήθηκαν το 2019.

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.

Το μείζον θέμα της υδατικής ασφάλειας της περιοχής μας παραμένει άλυτο, παρότι σχετίζεται ευθέως με την ζωή των ανθρώπων, τις ατομικές περιουσίες των συμπολιτών, τις κοινωνικές υποδομές στην περιφέρειά μας.

Εφέτος μάλιστα υπήρξε, κατά σύμπτωση, ενεργοποίηση ενός μέρους  της «κρυμμένης» αυτής ενέργειας του νερού, με τις  πλημμύρες του Οκτωβρίου να πιστοποιούν πόσο ανεπαρκής είναι ο σχεδιασμός, πόσο αναγκαία η υλοποίηση ουσιαστικών αντιπλημμυρικών έργων, πόσο «χάρτινη» είναι η ασφάλεια που οι διαδοχικές Κυβερνήσεις διαλαλούν ότι διαθέτουμε.

Αμέσως μετά τις καταστροφές  ζήσαμε μια περίοδο συντονισμένης και επίμονης επικοινωνιακής διαχείρισης, με επικέντρωση  στην αποπροσανατολιστική προβολή της «ταχύτητας» με την οποία καταβλήθηκαν (ή θα καταβληθούν), σε σχέση με το παρελθόν, οι πενιχρές αποζημιώσεις.

Δυστυχώς  οι ιθύνοντες δεν  εκμεταλλευτήκαν την συγκυρία ώστε ο κόσμος να συνειδητοποιήσει την συχνή  επανάληψη των έντονων κλιματικών φαινομένων (είτε πλημμυρών, είτε ξηρασίας) και να προετοιμάζεται αναλόγως. Απέφυγαν επίσης  να προβάλλουν ένα «πακέτο» ώριμων απαιτήσεων σε έργα (π.χ. περιφερειακοί ταμιευτήρες για την συγκράτηση πολύ σημαντικού όγκου υδάτων, που θα περιορίζουν τις καταστροφές  κατά την διάρκεια της πλημμύρας, ολοκλήρωση των ημιτελών έργων ταμιευτήρα Συκιάς και σήραγγας μεταφοράς, για εξασφάλιση των αναγκαίων αποθεμάτων νερού σε περίπτωση ξηρασίας). Ουσιαστικά το μόνο που  επέλεξαν ήταν η  «άμυνα» κατά του πολιτικού κόστους και η επικοινωνία, που συνοδεύονταν από ανούσιες γενικότητες για την προστασία μας.

Στο άλλο μεγάλο θέμα της οικολογικής ασφάλειας της Θεσσαλίας, η οποία, ως γνωστόν, συνίσταται σχεδόν μονοδιάστατα στα τεράστια υδατικά ελλείμματα των υπόγειων υδροφορέων και στην τρομακτική οικολογική υποβάθμιση των επιφανειακών υδατικών συστημάτων (ποτάμια, λίμνες κλπ.), η συζήτηση για ένα πραγματικό μεσοπρόθεσμο εφαρμοστικό σχέδιο …απλώς απουσίασε πλήρως.

Η Κυβέρνηση της ΝΔ, παρότι η οικολογική κατάσταση της περιοχής καταγράφηκε επι των ημέρων της και περιβλήθηκε με θεσμική «αναγνώριση» (Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων – ΣΔΥ -2014 , Κυβέρνηση Σαμαρά, αρμόδιος υπουργός ο ίδιος που είναι και σήμερα – ο κ. Ταγαράς), αυτή τη φορά ούτε καν ασχολήθηκε με το θέμα. Ως γνωστόν, τα ΣΔΥ του 2014 (αλλά και η αναθεώρησή τους το 2017) συνοδεύονται από ένα πλήθος μέτρων, δράσεων και έργων προς εφαρμογή, συχνά και με εξασφαλισμένη κοινοτική χρηματοδότηση. Επισης, εδώ και χρόνια, οι θεσσαλικές οργανώσεις (ΠΕΔ, ΤΕΕ, ΓΕΩΤΕΕ, ΕΘΕΜ, κλπ.), με επανειλημμένα υπομνήματα, με πορίσματα συνεδρίων κλπ. ζητούν επίμονα την εκπόνηση ενός συγκεκριμένου εφαρμοστικού σχεδίου (master plan) και την πολιτική δέσμευση υλοποίησής του, όμως έως σήμερα δεν υπήρξε ανταπόκριση. Εννοείται ότι η εγκληματική αγνόηση των προβλημάτων και των λύσεων για το υδατικό της Θεσσαλίας δεν ανάγεται μόνο στη σημερινή Κυβέρνηση αλλά έχει μακρά πορεία … από το παρελθόν.

Τα παραπάνω ζητήματα, εκτός από την «αυτόνομη» σημασία τους για την ζωή μας, έχουν άμεση σχέση και με την Γεωργία, η οποία, όπως προκύπτει, δεν διαθέτει ούτε την ελάχιστη απαιτούμενη ασφάλεια από πλημμύρες ή ξηρασία και φυσικά  δεν διαθέτει  ούτε τα  σημαντικά έργα συγκέντρωσης (ταμίευσης) υδάτων και μεταφοράς τους με αγωγούς στα σημεία που αυτά είναι αναγκαία (αρδεύσεις). Τα νερά αυτά αποτελούν ένα μέρος της λύσης  ώστε να μειωθούν οι αντλήσεις και σταδιακά να εξαλειφθούν οι πέραν των ορίων πιέσεις που δέχονται οι υπόγειοι υδροφορείς. Όλα αυτά περιορίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης του πρωτογενή τομέα και απομακρύνουν το όραμα για την μείωση του κόστους παραγωγής και (αντίστοιχα) την αύξηση του γεωργικού εισοδήματος.

Επιπλέον, και με δεδομένο ότι στη Θεσσαλία η Γεωργία απορροφά το 95% των υδάτινων πόρων στην περιοχή, η οικολογική και σωστή διαχείριση τους θα είχε επίσης σημαντικά αποτελέσματα. Όμως, ένα βασικό εμπόδιο για την επίτευξη του στόχου αυτού, εκτός από την έλλειψη υποδομών (όπως προείπαμε), αποτελεί η διατήρηση ενός ξεπερασμένου και αντιαναπτυξιακού θεσμικού πλαισίου.

Οι επανειλημμένες εκκλήσεις, με συγκροτημένη/επεξεργασμένη πρόταση, για δημιουργία ενιαίου αυτόνομου φορέα διαχείρισης, με συμμετοχή των χρηστών νερού, μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να συναντά την αδιαφορία και την υποτίμηση, είτε από εκείνους που  αυτοαποκαλούνται «οικολόγοι» και «ευαίσθητοι» είτε από όσους κατατάσσονται στους «φιλελεύθερους» οπαδούς της αγοράς.

Στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης είχε διαφανεί, από το 2014, μια αχτίδα διεξόδου, με την υπέρβαση των εμποδίων στο  σημαντικό ενεργειακό έργο της ΔΕΗ, το ΥΗΕ Μεσοχώρας – Γλύστρας. Μετά από διάφορα επεισόδια, το σήριαλ της Μεσοχώρας φάνηκε ότι είχε επιτέλους οδηγηθεί στην λήξη του (αδειοδότηση – ΑΕΠΟ, 2017).

Δυστυχώς όμως στο θέμα αυτό υπήρξε, για μια ακόμη φορά, πισωγύρισμα λόγω μιας αναπάντεχης απόφασης του ΣτΕ που ακύρωσε την αδειοδότησή του, όπως επανειλημμένα είχε  συμβεί μετά το 2001, την χρονιά δηλαδή που το έργο σχεδόν ολοκληρώθηκε και από τότε περιμένει το «πράσινο  φως» για να λειτουργήσει !

Η στροφή των τελευταίων Κυβερνήσεων σε μια ενεργειακή πολιτική (ταυτόσημη για τους δύο «μονομάχους» της κυβερνητικής εξουσίας) που, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται από την στήριξη επενδύσεων σε μεγάλα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα (με εγγυημένες τιμές), προφανώς δεν μπορεί να αγνοηθεί ως πιθανή παράμετρος στην παρατηρούμενη παρεμπόδιση έργων υδροηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία (και από ΣΥΡΙΖΑ και από ΝΔ) έχουν μπει στον «πάγο». Η έντονη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας, η οποία κορυφώθηκε επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ (περίπου είκοσι ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε), λόγω της συνεχώς αυξανόμενης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από (εισαγόμενο) φυσικό αέριο, ουδόλως συγκίνησε τους κυβερνώντες, που συνεχίζουν την ρητή άρνηση (και οι δύο Κυβερνήσεις), αντί του λιγνίτη, να λειτουργήσουν κάποια νέα υδροηλεκτρικά έργα (όπως Μεσοχώρα και Συκιά στη Θεσσαλία). Με την επίμονη άρνηση τους  διαμορφώνονται  αρνητικές προϋποθέσεις για την ενεργειακή ανάπτυξη στην περιοχή μας.

Η αναζήτηση των αιτίων για τις δυσοίωνες προοπτικές που περιγράψαμε είναι δύσκολο να αναπτυχθούν ολοκληρωμένα στο πλαίσιο αυτού του σύντομου απολογισμού.

Σε μια πρώτη προσέγγιση, θα επικεντρώναμε κυρίως στην έλλειψη συνειδητοποίησης από μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου των  κινδύνων  και των  μεγάλων επιπτώσεων από την  συνεχιζόμενη, τυχαία έως άναρχη, πολιτική που ασκείται για τα νερά, σε συνδυασμό με την απαράδεκτη καθυστέρηση ολοκλήρωσης των υφιστάμενων υποδομών και δημιουργίας νεών.

Έτσι, αντί η κοινωνία να αντιδρά, να οργανώνεται και να απαιτεί την θωράκιση της απέναντι στους κινδύνους και να μεριμνά για μια αλλαγή πορείας, με στόχο να παραδώσει στις επόμενες γενιές μια κατάσταση καλύτερη από αυτή που παρέλαβε, παρατηρείται το φαινόμενο να κινούμαστε  σε αντίθετη κατεύθυνση, ενώ  οι  φορείς που μας εκπροσωπούν (βουλευτές, αυτοδιοίκηση κλπ.) τουλάχιστον  αδιαφορούν και πολύ συχνά  στηρίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τις ανάλγητες πολιτικές της κεντρικής διοίκησης.

Τα περιθώρια αναμονής, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, έχουν  εξαντληθεί.

Οι λύσεις υπάρχουν, έχουν κατατεθεί και όσοι πλέον τις «προσπερνάνε»  φέρουν ακέραια την ευθύνη.