Ερευνα επιπτώσεων των πλημμυρών στα εδάφη της Θεσσαλίας : Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει - (Χρ. Τσαντήλας}*

Την περίοδο αυτή - και δικαιολογημένα - η ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος ολόκληρης της Χώρας.

Από την εκδήλωση των ακραίων πλημμυρών με τις καταστροφικές τους συνέπειες και μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις /γνώμες/προτάσεις από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικές στοχεύσεις. Αυτό είναι θετικό στοιχείο τουλάχιστο από την πλευρά της ευαισθητοποίησης της κοινωνίας για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα.

Σε ό,τι μας αφορά, παρακολουθώντας το ζήτημα και ιδιαίτερα τις πλευρές που σχετίζονται με το επιστημονικό αντικείμενό μας, θεωρούμε υποχρέωση να συμβάλλουμε στη σχετική συζήτηση, προσθέτοντας τις παρατηρήσεις (πολλές φορές κριτικές)/προτάσεις με την προσδοκία ότι θα φανούν σε κάποιο βαθμό χρήσιμες. Το άρθρο λοιπόν αυτό σχολιάζει κριτικά ορισμένες απόψεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στο διάστημα μετά τις καταστροφικές πλημμύρες αναφορικά με τις επιπτώσεις των πλημμυρών στο έδαφος και τα μέτρα αποκατάστασης, όπως έχουν παρουσιασθεί κυρίως από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ή άλλες πηγές.
Σταχυολογώντας λοιπόν τις πιο προβεβλημένες από αυτές τις «απόψεις» συναντούμε:

α) ότι «κλιμάκιο καθηγητών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεσσαλονίκης περιόδευσε στη Θεσσαλία και σε μία πρώτη αποτίμηση εξέφρασε την αισιοδοξία …για την κατεργασία των εδαφών και τη δυνατότητα των πλημμυρισμένων εκτάσεων να καλλιεργηθούν από τη φετινή χρονιά…» («Ε» 7/10/23). Έτσι μάθαμε ότι γενικά τα εδάφη στις πλημμυρισμένες εκτάσεις θα μπορούσαν σύντομα να καλλιεργηθούν και ότι υπήρχε «αισιοδοξία» από το κλιμάκιο των επιστημόνων για τη γονιμότητα των εδαφών. Η αντικειμενικότητα της άποψης αυτής κρίνεται στην πράξη από τους παραγωγούς που σε πολλές εκτάσεις δεν μπορούν ακόμα να πλησιάσουν στα χωράφια τους.

β) την ίδια «άποψη» διακήρυξε με αυτοπεποίθηση και ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) (στο ίδιο φύλλο της «Ε»), αναφερόμενος στα πρώτα αποτελέσματα αναλύσεως περίπου 300 εδαφικών δειγμάτων που είχε ήδη συλλέξει και αναλύσει το Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ, διαψεύδοντας τις απόψεις «κινδυνολόγων» που γνωμάτευαν ότι έχει επηρεασθεί σοβαρά η γονιμότητα των εδαφών.

γ) άλλοι «ειδικοί» -και μάλιστα επώνυμοι- ανάφεραν ότι «οι αποθέσεις αργίλων και λάσπης πάνω στα γόνιμα εδάφη πάχους τουλάχιστον μισού μέτρου δεν μπορούν να φιλοξενήσουν καλλιέργειες» εκτιμώντας πως το έδαφος θα αργήσει πολύ για να επανέλθει και πως μέσα σε μία πενταετία θα αρχίσει και πάλι ο θεσσαλικός κάμπος να είναι γόνιμος» (αναφορά 1). Βλέποντας αυτές τις fast track «απόψεις» του «κλιμακίου των καθηγητών», του ΥΠΑΑΤ και των άλλων «ειδικών», οι οποίες όχι μόνο προσβάλλανε την κοινή (επιστημονική) λογική, αλλά προκαλούσαν και ερωτηματικά για τη σκοπιμότητά τους, αναγκασθήκαμε να παρέμβουμε με άρθρο (βλ. «Ε» 25-9-23) καυτηριάζοντας την προχειρότητα αυτών των «απόψεων» που δυστυχώς προέρχονταν από θεσμικούς εκπροσώπους της Πολιτείας και επισημαίνοντας την ανάγκη ουσιαστικής διερεύνησής των επιπτώσεων των πλημμυρών στα εδάφη, τα οποία είναι - μαζί με το νερό - οι θεμελιώδεις συντελεστές της γεωργικής παραγωγής.
Επειδή όμως η κατάσταση συνεχίζει να αντιμετωπίζεται με την ίδια ρηχότητα από τους θεσμικούς φορείς και κυρίως το ΥΠΑΑΤ, οφείλουμε να επανέλθουμε επισημαίνοντας ότι η αγνόηση του θέματος της ουσιαστικής διερεύνησης των επιπτώσεων των πλημμυρών στα εδάφη δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά απλώς το μετακινεί χρονικά και σύντομα, όταν οι παραγωγοί θα προσπαθήσουν να ξαναμπούν και να ξανακαλλιεργήσουν τα χωράφια τους σε πολύ μεγάλες εκτάσεις, θα το ξαναβρούν μπροστά τους. Πολύ πρόσφατα διαβάσαμε στην «Ε» (φύλλο 6-3-24) ότι συμφωνήθηκε μεταξύ ΕΛΓΟ και Περιφέρειας Θεσσαλίας η υπογραφή σύμβασης, μέσω της οποίας η τελευταία θα καλύψει τα έξοδα των αναλύσεων των εδαφικών δειγμάτων που θα προσκομίζουν οι παραγωγοί για ανάλυση.

Επειδή αυτό δίνει την εντύπωση ότι η Πολιτεία φροντίζει για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υποβάθμισης των εδαφών, οφείλουμε να επισημάνουμε τα παρακάτω : Κατ’ αρχάς είναι πολύ θετική η απόφαση της Περιφέρειας να αναλάβει τα έξοδα της ανάλυσης των δειγμάτων που θα προσκομίζονται στο εργαστήριο του ΕΛΓΟ και προκαλεί εντύπωση που το ίδιο δεν κάνει και το ΥΠΑΑΤ με το εργαστήριο του ΠΕΓΕΑΛ.

Επισημαίνουμε όμως ότι η μελέτη των επιπτώσεων στη γονιμότητα των εδαφών δεν γίνεται με μια απλή ανάλυση, η οποία δίνει ελάχιστες πληροφορίες κυρίως για την ανάγκη λίπανσης, ενός μικρού αριθμού δειγμάτων που θα προσκομίσει ο παραγωγός στο εργαστήριο του Ινστιτούτου του ΕΛΓΟ και με τη γενναιοδωρία του Περιφέρειας Θεσσαλίας να αναλάβει το κόστος της ανάλυσης. Ούτε ακόμα με τις αναλύσεις των 300 περίπου δειγμάτων που έχουν μέχρι στιγμής πραγματοποιήσει οι ερευνητές του ΕΛΓΟ, για τις οποίες σημειωτέον μέχρι σήμερα δεν έχουν καλυφθεί καν οι δαπάνες και βρίσκονται σε αναμονή ποσού της τάξης των …60 χιλ. ευρώ για να μελετηθεί το πρόβλημα των εδαφών της Θεσσαλίας (!).

Τέτοιες πρακτικές δείχνουν ότι αγνοούν τι σημαίνει εδαφολογική μελέτη ή ότι σκόπιμα δεν την πραγματοποιούν. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες επικοινωνιακές ενέργειες είναι προσβλητικές και αποτελούν εμπαιγμό για τους παραγωγούς, οι οποίοι πρέπει να ενημερωθούν πραγματικά για την κατάσταση των εδαφών τους και τα μέτρα αποκατάστασής τους. Πώς όμως αυτό μπορεί να γίνει ;
Η απάντηση είναι ότι το πρόβλημα αυτό μπορεί να διερευνηθεί μόνο με την εκπόνηση μιας κανονικής εδαφολογικής μελέτης ή καλύτερα με την επικαιροποίηση των εδαφολογικών μελετών που έχουν εκπονηθεί στη Θεσσαλία από το 1995. Μετά τις πλημμύρες πολλές εδαφικές ιδιότητες έχουν μεταβληθεί σημαντικά σε μεγάλες εκτάσεις και πρέπει να καταγραφούν για να αντιμετωπισθούν κατά περίπτωση.
Μία τέτοια μελέτη πρέπει να περιλαμβάνει τα παρακάτω στάδια 
:

α) το αναγνωριστικό στάδιο, στο οποίο θα καταγραφούν οι περιοχές που έχουν μεγάλες μεταβολές. Η εργασία αυτή είναι συνδυασμός παρατηρήσεων υπαίθρου και εργασιών γραφείου χρησιμοποιώντας τα σύγχρονα τεχνικά μέσα (δορυφορικές εικόνες κ.λπ). Η κλίμακα αυτών των χαρτών που θα δημιουργηθούν μπορεί να είναι 1:50.000.

β) συστηματική εδαφολογική μελέτη σε χάρτες κλίμακας 1:20.000 (για να έχουν πρακτική αξία για τον παραγωγό. Η μελέτη αυτή περιλαμβάνει τόσο εργασίες υπαίθρου με επισκέψεις και εξέταση δειγμάτων επί τόπου με πυκνότητα 1 δείγμα ανά 80 στρ. που για τη γεωργική έκταση της Θεσσαλίας (περίπου 3,5 εκ. στρ.) σημαίνει ότι θα πρέπει να ληφθούν παρατηρήσεις από μερικές δεκάδες χιλιάδες θέσεις. Από αυτές ένα πολύ μεγάλος αριθμός δειγμάτων θα πρέπει να μεταφερθεί στο εργαστήριο για λεπτομερείς αναλύσεις. Στη συνέχεια σε επόμενο στάδιο σε μεγάλο αριθμό θέσεων πρέπει να ανοιχτούν ορύγματα (προφίλ) βάθους μέχρι 1,5 m στα οποία θα μελετηθούν ιδιότητες που δεν μπορούν να γίνουν ορατές από την επιφάνεια του εδάφους, όπως ύπαρξη οριζόντων, δομή, στράγγιση κ.λπ. Όλες αυτές οι εργασίες θα διευκολυνθούν σημαντικά από τις προηγούμενες εδαφολογικές μελέτες, οι οποίες θα επικαιροποιηθούν. Σημειώνεται ότι οι προηγούμενες εδαφολογικές μελέτες καλύπτουν όλες τις περιφερειακές ενότητες εκτός της ΠΕ Μαγνησίας που πρέπει να γίνει εξ αρχής. Οι λεπτομέρειες αυτές αναφέρονται με σκοπό να κατανοηθεί το τι έγινε ή καλύτερα το τι δεν έγινε μέχρι σήμερα και η προβολή της «άποψης» του ΥΠΑΑΤ ότι τα εδάφη της Θεσσαλίας έχουν ήδη μελετηθεί επαρκώς και των άλλων «ειδικών» που ισχυρίζονται ότι τα εδάφη είναι ήδη έτοιμα να ξανακαλλιεργηθούν.

Από τα παραπάνω φαίνεται ανάγλυφα ότι στην ουσία δεν έχει αρχίσει η συστηματική μελέτη των επιπτώσεων των πλημμυρών στα εδάφη της Θεσσαλίας για να αποφασισθούν και τα μέτρα αποκατάστασής τους. Ο αριθμός των δειγμάτων που συνέλεξε και ανέλυσε ο ΕΛΓΟ (400 περίπου) δεν ικανοποιούν ούτε καν τις ανάγκες μιας πολύ γενικής αναγνωριστικής μελέτης που παρέχει στοιχειώδεις πληροφορίες για τις επιπτώσεις των πλημμυρών στα εδάφη της Θεσσαλίας. Κατανοεί λοιπόν κανένας ότι αυτός ο αριθμός δειγμάτων που φαίνεται να ικανοποιεί το ΥΠΑΑΤ πόσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκεται. Αυτός ο αριθμός δειγμάτων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις μιας σοβαρής μελέτης αξιολόγησης της κατάστασης των εδαφών της Θεσσαλίας. Καλό είναι λοιπόν να σταματήσει αυτή η ακραία υποτίμηση της κοινής νοημοσύνης. Ανακεφαλαιώνοντας εκείνο που πρέπει να κάνει η Πολιτεία για την αποκατάσταση και προστασία του θεμελιώδους σημασίας αυτού συντελεστή παραγωγής, είναι να κάνει μια κανονική εδαφολογική μελέτη και επικαιροποίηση των εδαφολογικών χαρτών που υπάρχουν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφασίσει να διαθέσει σημαντικά ποσά για την ενίσχυση του Ινστιτούτου του ΕΛΓΟ με προσωπικό και τεχνικά μέσα (εργαστηριακά όργανα, αυτοκίνητα κλπ) για τη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την ουσιαστική μελέτη των. Η ανάληψη μόνο του κόστους ελάχιστων αναλύσεων από την Περιφέρεια Θεσσαλίας όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά εάν διαφημίζεται ως κάτι σημαντικό, αποτελεί εμπαιγμό. Η νέα περιφερειακή αρχή πρέπει να αναλάβει σοβαρές πρωτοβουλίες για την αναβάθμιση του Ινστιτούτου του ΕΛΓΟ που βρίσκεται δίπλα της για να χρησιμοποιηθεί ως βασικό όχημα αντιμετώπισης των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα.

Χρ. Τσαντήλας, Γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής, Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών, Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, (e-mail: christotsadilas@gmail.com)

ΠΗΓΗ : ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας

Αναφορές :
1.https://www.ieidiseis.gr/perivallon/213286/lekkas-gia-thessalia-o-kampos-tha-ksanaginei-gonimos-se-5-xronia-pano-apo-1-dis-evro-oi-zimies
2. Dent, D. and A. Young. 1972. Soil Survey and Land Evaluation. E&FN SPON. Pp. 278.

Πηγή: 
https://www.ypethe.gr